Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, κι όμως μου φαίνεται σαν να ήταν χθες.
Eίχα κατέβει από
την Παρασκευή το βράδυ στο χωριό, για να περάσω εκεί το Σαββατοκύριακο, οι
γονείς μου ζούσαν ακόμη, κι ήθελα να τους δω, να τα πω με τους φίλους μου, αλλά και να
χαρώ και το χωριό μου, που το αγαπούσα και κάθε φορά, που μου δινόταν η ευκαιρία, το
επισκεπτόμουν.
Είχα επιθυμήσει, να φάω χωριάτικο κοκορέτσι και πατσά και ρώτησα τον Πέτρο,
ένα γειτονόπουλο, που θα μπορούσα να βρω μια ταβέρνα, που να φτιάχνει αυτά τα
φαγητά.
Θα πας μου είπε, στον «Άη Νικόλα τον Κρεμαστό», εκεί θα βρεις πατσά και
κοκορέτσι. Μα, τι λες ρε Πέτρο, του είπα, απ’ ότι γνωρίζω ο « Άη Νικόλας ο
Κρεμαστός » είναι ένα εξωκκλήσι-σπήλαιο στα στεφάνια της Κλεισούρας, εκεί που
φωλιάζουν τα όρνια! Για να πάω ως εκεί, πρέπει να χρησιμοποιήσω, για δέκα
χιλιόμετρα το αυτοκίνητο και στη συνέχεια, για μια ώρα περίπου, να κάνω ορειβασία.
Υπάρχει εκεί ταβέρνα; Πότε έγινε κι εγώ δεν το ξέρω;
Ο Πετράν έβαλε τα γέλια!
-Κύριε Ανδρέα, εννοώ τον Ζήκο με την ταβέρνα!
-Έλα πάλι και τούτο. Για ποιον Ζήκο μου μιλάς; Εγώ ένα Ζήκο ήξερα, τον «Μπακαλόγατο»,
απ’ την Ταινία με τον Κώστα Χατζηχρήστο.
-Α, εσύ έχεις μείνει πολύ πίσω, είσαι εντελώς ανημέρωτος, εγώ σου μιλάω
για τον Πάνο τον Καπελάρη, Ζήκο δεν τον λένε ; Στο ισόγειο έχει μπακάλικο και
στο υπόγειο ταβέρνα, τον «Άη Νικόλα τον Κρεμαστό». Στη ταβέρνα δουλεύει συνήθως
τα βράδια, πολλές φορές φτιάχνει σπληνάντερο και γαρδούμπα, είναι και πολύ καθαρός,
η αλήθεια να λέγεται.
-Δηλαδή, εδώ στο χωριό δεν υπάρχει άνθρωπος, να μην τον φωνάζετε με το
παρατσούκλι του !
-Μπα, αν τον φωνάξεις με τ’ όνομά του δεν πρόκειται να σ’ ακούσει, και
συ αν μείνεις λίγο καιρό εδώ, κάτι θα βρούνε να σου κολλήσουν.
-Τώρα Πετράν συνεννοηθήκαμε, θα πάω λοιπόν στον Άη Νικόλα τον Κρεμαστό,
αν θέλεις έλα και συ μαζί μου, να μου κάνεις παρέα, απόψε κερνάω εγώ.
-Κύριε Ανδρέα, δε θα σε προσβάλλω, πάσα προσφορά δεκτή.. , άλλωστε εγώ δε
θα σε ξοδέψω και πολύ, με καμιά δεκαριά μεζέδες είμαι εντάξει, άντε να πιω και
τρεις, τέσσερες, πέντε το πολύ μπύρες στην υγειά σου ! Άντε πάμε λοιπόν, «Θεός
και γείτονας» δε λένε ;
-Ναι, έτσι λένε αγόρι μου, πάμε και καλή μας όρεξη !
Μόλις πλησιάσαμε στο καπηλειό και πριν αρχίσουμε να κατεβαίνουμε τα
σκαλιά του «Άη Νικόλα» η
μυρωδιά του αχνισμένου πατσά μας έσπασε τη μύτη.
Ο Πετράν με κοιτούσε κι έτριβε κι έτριβε τα χέρια του απ’ τη χαρά του,
ο γείτονας θα έτρωγε και θα έπινε τσάμπα απόψε, να 'ναι καλά ο κυρ- Ανδρέας ο
έφορος έλεγε από μέσα του. Στο υπόγειο όταν μπήκαμε τα είδαμε όλα μια χαρά,
πολύ καθαρό περιβάλλον κι είχε και ζεστασιά. Το τζάκι ήταν γεμάτο από κούτσουρα
ελιάς, έκαιγε και ζέστανε όλο το χώρο. Υπήρχε και μια ξυλόσομπα, όπου πάνω σ’
αυτή βρισκόταν μια χύτρα με τον πατσά,
που άχνιζε και μοσχοβολούσε, ενώ οι σούβλες με το κοκορέτσι σιγοψηνόταν στα
κάρβουνα του τζακιού.
Στο μαγαζί εκείνη την ώρα βρισκόταν 3-4 παρέες, όλοι άντρες, οι
γυναίκες εκείνη την εποχή δεν πήγαιναν στα καπηλειά. Οι περισσότεροι είχαν φάει
τους μεζέδες τους, άλλοι τον πατσά τους με το σκορδόξιδο και κουτσόπιναν για να
περνάει η ώρα.
Ο ένας πείραζε τον άλλον και τα καλαμπούρια και το ψέμα πήγαιναν
σύννεφο.
Εγώ, πολύ το διασκέδαζα, μόνο που δεν είχα παρέα το Μαλάμο το γιατρό,
αυτός τρελαινόταν για κάτι τέτοια. Μόλις μας είδαν, και πιο πολύ εμένα, που
είχαν καιρό να με δουν μας καλοδέχτηκαν κι όλοι προθυμοποιήθηκαν να μας
κεράσουν.
Να τρατάρεις
τα παιδιά Ζήκο έλεγε ο ένας, από μένα το κέρασμα έλεγε ο άλλος.
Καλά ρε παιδιά τους είπα, μη μαλώνετε, να μου επιτρέψετε να σας κεράσω
εγώ, άλλωστε βλεπόμαστε που και που, θα μου δώσετε λοιπόν αυτή τη χαρά.
Ο Γιώργος ο Τράκας, όνομα και πράμα, σηκώθηκε χαρούμενος και είπε:
Τι μαλώνετε ρε παιδιά, γιατί δεν αφήνετε τον έφορο να μας κεράσει, μ’
αυτό που κάνετε τον προσβάλετε τον άνθρωπο, αυτός έχει λεφτά, ενώ εμείς
παίρνουμε λεφτά μια φορά το χρόνο με το λογαριασμό του καπνού, κι αν
περισσέψουν από τον λογαριασμό της τράπεζας.
-Ρε Τράκα εσύ γιατί παραπονιέσαι ; Δεν πήρες ακόμη το πριμ απ’ τις
καλαμίδες …. όλοι τότε κατουρήθηκαν απ’
τα γέλια.
-Δε ξέρω εγώ, τι λες εσύ Μήτρο … Φέρε μου σε παρακαλώ Ζήκο ένα μισόκιλο
απ’ το κοκκινέλι κι άσε το Μήτρο στα κουβαρνταλίκια του, ας είναι καλά η
κληρονομιά του ακληρίτη του μπάρμπα του, του σπαγκοραμμένου…
-Αμέσως, έφτασεεεε !
-Στην υγειά σου κύριε έφορε ! Άιντε, και στην πέτρα να φυτρώνει!
Τραβιέται τ’ άτιμο ! Εν
τω μεταξύ σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι κάθονταν δυό φίλοι, αχώριστοι από μικρά
παιδιά, περίπου εξηντάρηδες τώρα, ο Μήτρος και ο Λιάκος, τα είχαν κοπανίσει για
τα καλά, κι ήταν συνέχεια στο κέφι και μες στην καλή χαρά. Μόλις με είδαν,
σηκώθηκαν τρικλίζοντας και με το ζόρι ήθελαν να μας πάρουν στο τραπέζι τους, να
μας κεράσουν και να μας περιποιηθούν. Μ’ αγκάλιαζαν και τραυλίζοντας ήθελαν να
μου δείξουν την αγάπη τους. Ωραίοι τύποι, έκανα πολύ πλάκα μαζί τους κι
ευχαρίστως κάθισα στην παρέα τους.
Τους ήξερα από παλιά, θυμάμαι, εγώ ήμουν μικρό παιδί κι εκείνοι ήταν
τότε οι γαμπροί του χωριού και των περιχώρων, παιδιά της «πυρκαγιάς», όπως τους
έλεγαν. Ο Μήτρος κρατούσε από «τζάκι», ήταν κι ομορφόπαιδο π’ ανάθεμά τον και
στα νιάτα του, αρκετές καρδούλες έκαψε ! Ήταν απ’ τους λίγους που είχαν και
δεύτερο κουστούμι, ενώ οι περισσότεροι στις γιορτές και σχόλες είχαν μόνο το
γαμπριάτικο. Στην αρχή ο Μήτρος τα είχε με τη Σούλα κι αφού τρύγησε τους
καρπούς της, την παράτησε για τα μάτια κάποιας μελαχρινής, της Σόνιας. Η Σούλα
για να τον εκδικηθεί και να τον κάμει να ζηλέψει παντρεύτηκε το Λιάκο το φίλο
του. Ο Λιάκος έτσι κι αλλιώς, μια ζωή σαβουρογάμης ήταν, σιγά που θα τον
πείραζε το παρελθόν της Σούλας, έπειτα από μικρός ήταν καψουρεμένος μαζί της
και τώρα που του ήρθε «γάντι» θα σκέπτονταν τα κουτσομπολιά ; Θυμάμαι κάποτε,
στο πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, κατά τα χαράματα, ο Μήτρος
έδωσε στα όργανα παραγγελιά, για να χορέψει. Η Σόνια καθόταν στο μπαλκόνι του
σπιτιού της, που ήταν απέναντι απ’ το χοροστάσιο και καμάρωνε το Μήτρο που
χόρευε. Ο Μήτρος φορούσε το καινούργιο του κουστούμι κι είχε στο πέτο του ένα
κόκκινο τριαντάφυλλο, τραβούσε με χαρμάνι το άφιλτρο τσιγάρο του και χόρευε στο
ρυθμό του «βαρύ» ζεϊμπέκικο « Ένας μάγκας στο Βοτανικό». Στα λόγια του τραγουδιού
« ποτήρια σπάει, τα κοπανάει, σχίζεται για μια μελαχρινή», ο Μήτρος ακούμπησε
τα γόνατά του στο έδαφος και σηκώνοντας το κεφάλι του στο ουρανό κουνούσε με
χάρη και μαγκιά το σώμα και τα χέρια του, ενώ με την άκρη του ματιού του και με
τις κινήσεις του χαιρετούσε την αγαπητικιά του. Εκείνη ανταποδίδοντας τον
χαιρετισμό, με τα χέρια της έκανε πως ίσιαζε τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της.
Τελικά ο Μήτρος, απ’ όσες αγάπησε καμιά απ’ αυτές δεν παντρεύτηκε και στο τέλος
πήρε με προξενιό την Τασούλα, καλή και φρόνιμη κοπέλα, απ’ τον κόρφο της μάνας
της, και προικισμένη, η αλήθεια να λέγεται.
Όμως ο Μήτρος τις συνήθειες … δεν τις έκοψε, αργούσε τα βράδια να πάει
σπίτι κι όλο ξενο-τρυγούσε απ’
εδώ κι από κει. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι δυό φίλοι τα κουτσοπίνουν κάθε βράδυ στο
καπηλειό και σκέπτονται τα περασμένα μεγαλεία…
Εγώ εν τω μεταξύ, έφαγα τον πατσά μου κι αφού απολάμβανα το μπρούσκο
κοκκινέλι του « Ζήκου », διασκέδαζα συγχρόνως μ’ όλα εκείνα που έλεγαν οι δυό
καλοί φίλοι.
-Και δε μου λες ρε Μήτρο, με την Τασούλα πως τα πάτε, ρίχνετε κανένα
βόλι ;
- Τι θέλεις να πεις ρε Λιάκο, για κάντο μας λιανά.
- Να, ρωτάω αν δουλεύει η καραμπίνα σου ή μήπως έπαθε αφλογιστία !
-Α, εννοείς, αν την κουνάμε την αχλαδιά ;
-Ναι, ορέ Μήτρο ελληνικά μιλάω κι όχι πρωτευουσιάνικα !
- Και βέβαια, με την Τασούλα το κάνουμε πάσα βράδυ, όταν φυσικά δεν
είμαι πιωμένος !
-Κατάλαβα, και δε μου λες ρε φίλε, πότε το κάνατε για τελευταία φορά ;
-Ε, δε θα ’χουμε κάνα δυό χρόνια !
-Τόσο σύντομα δηλαδή ! Μη το παρακάνεις ρε Μήτρο και πάθεις τίποτα .
-Γιατί ρε Λιάκο, ξέρεις καμιά μέρα που δεν είμαστε πιωμένοι ;
-Αυτό να μου πεις, τρομάρα να σού ’ρθει, θέλεις και sex, δε κοιτάς που δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου…. Μη βλέπεις εμένα, που είμαι ταύρος ! Εγώ με τη
Σούλα τα πάω μια χαρά, μόνο που έχω ένα μικρό προβληματάκι.
-Δηλαδή, τι πρόβλημα ρε Λιάκο ;
- Να ρε Μήτρο, μετά το δεύτερο αρχίζω… και δυσκολεύομαι λίγο….
-Μας δουλεύεις ρε Λιάκο, μήπως μπερδεύεις το πήδημα με το κατούρημα ;
Αποθέωση ρε παιδιά, τι να σας τα λέω, κατουρηθήκαμε όλοι απ’ τα γέλια,
οι αθεόφοβοι δεν είχαν το Θεό τους. Ενώ ο Μήτρος σοβαρός-σοβαρός συνέχιζε την
αφήγησή του.
-Χθες ρε παιδιά, δεν ήπια καθόλου, μόνο το πρωί, αντί για καφέ βάρεσα
2-3 ουζάκια ξεροσφύρι και το μεσημέρι, έτσι για τη λιγούρα κάνα μισόκιλο με το
φαγητό.
Δεν ήπια σας λέω, είχα δουλειά όλη τη μέρα και το βράδυ πήγα με όρεξη
στην Τασούλα, όταν με είδε τόσο νωρίς, ανησύχησε κι έκανε το σταυρό της.
-Μήτρο μου, είσαι καλά ; Πως και γύρισες τόσο νωρίς στο σπίτι, έπαθες
τίποτα ;
-Δε μου λες Ζαργάνα μου, θα κάνουμε τίποτε απόψε
–Σαν τι να κάνουμε Μήτρο μου ;
-Μα, τι κάνουν τα αγαπημένα και ερωτευμένα ζευγαράκια ;
-Αφού δε μπορείς μαρέ, ντιπ χάζεψες, …μαραμένα τα κρίνα, μαραμένα τα
γιούλια !
-Γυναίκα, μη μου ρίχνεις σε παρακαλώ το ηθικό, μου δημιουργείς
ψυχολογικό πρόβλημα και ξέρεις, όταν πέφτει το ηθικό, μου πέφτει και τ’ ανήθικο
!
-Άκουσε, να σου πω Μήτρο μου, όταν εγώ το ήθελα, εσύ το είχες στα
Ηνωμένα Έθνη, τώρα που το θέλεις εσύ, εγώ δε θα μπορέσω, γιατί το έβαλα στο
Ταμείο Ανεργίας !
….. Τι να σας πω ρε παιδιά, το φαγοπότι που έκανα και το γέλιο που
έριξα δεν περιγράφεται με τίποτα. Άς είναι καλά ο Πετράν κι ο Ζήκος με τον «Άη
Νικόλα τον Κρεμαστό»………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ κάντε το σχόλιο σας.....
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να ξέρουμε την άποψη σας.