Κάποτε είχα ρωτήσει «Πώς αναγνωρίζεται κάποιος ως Άγιος από την Εκκλησία». Μου είχαν απαντήσει, θυμάμαι, ότι πρέπει να περάσουν 100 χρόνια από την Κοίμηση, να υπάρχουν μάρτυρες που να βεβαιώνουν θαύματα, εν ζωή ή μετά θάνατον, και φυσικά το λείψανο να ευωδιάζει…
Μετά την Αγιοκατάταξη και του Μοναχού Παίσιου, 21 μόλις χρόνια μετά την Κοίμησή του άρχισα να αναρωτιέμαι, αν αυτά που γνώριζα ήταν σωστά ή λάθος. Ή ακόμη, αν υπάρχει κάποιος λόγος που η Εκκλησία τα τελευταία χρόνια, προχωρά με πιο ταχείς ρυθμούς στην αναγνώριση της Αγιότητας κάποιων προσώπων.
Μήπως η Εκκλησία έχει ανάγκη νέων προτύπων για να κρατήσει κοντά της τους πιστούς και ίσως να προσελκύσει και νέους ανθρώπους; Ο ηγούμενος της πατριαρχικής μονής της Χάλκης, Μητροπολίτης Προύσης κ. Ελπιδοφόρος ξεκαθαρίζει πως «Δεν έχει αλλάξει κάτι τα τελευταία χρόνια σε σχέση με την διαδικασία. Απλά, μερικές φορές είναι τόσο κραυγαλέα η αγιότητα μερικών προσώπων, μέσα από θαύματα και άλλα στοιχεία, ώστε δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια από τον θάνατό τους για να κινήσει η Εκκλησία την διαδικασία της Αγιοκατάταξής του.
Η πρώτη τέτοια περίπτωση παρουσιάστηκε τον 20ό ήδη αιώνα με τον Άγιο Νεκτάριο. Ήταν τόσα και τέτοιου είδους τα θαύματα του Αγίου Νεκταρίου, ώστε σε λίγα σχετικά χρόνια μετά τον θανατό του, η Εκκλησία προέβη στην αναγνώριση της αγιότητάς του.»
Τόσο ο γέροντας Παίσιος, όσο και ο γέροντας Πορφύριος, είναι δυο εκκλησιαστικές μορφές που συζητούνται έντονα ακόμη και σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που τους γνώρισαν εν ζωή καθώς έχουν περάσει μόλις δυο δεκαετίες από την Κοίμησή τους και είναι εύκολο να διαδοθεί το έργο τους και με τον προφορικό λόγο. Πολλοί ναοί μάλιστα φιλοξενούν εδώ και πολλά χρόνια αγιογραφίες τους και οι πιστοί τους προσκυνούν σαν Αγίους, πολύ πριν γίνει η επίσημη ανακοίνωση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Μητροπολίτη Προύσης ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Νικόλαος Ιωαννίδης παρατηρεί πως οι δύο νεοανακυρηχθέντες Άγιοι, «είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της Αγιότητος και αυτό ο λαός μας το αισθανόταν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία χρόνια του βίου τους, ο λαός κατέφευγε σε αυτούς, θα έλεγα κατά εκατοντάδες, για να πάρουνε την ευλογία τους και κυρίως να ανακουφιστούν από τον λόγο τους.
****************
Επομένως αυτό το αισθητήριο του λαού, της Αγιότητος αυτών των δυο ανθρώπων, η διοικούσα εκκλησία δε μπορούσε να το αγνοήσει. Είναι ένα γεγονός της παρουσίας του θεού μέσα στον κόσμο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να’ έρθει να επιβεβαιώσει αυτή την αίσθηση του λαού, τη βεβαιότητα του λαού του θεού ότι οι δυο αυτοί άνθρωποι ήσαντε πραγματικά άγιοι.»
Δεν υπάρχουν κανόνες
Τι είναι όμως αυτό που κάνει κάποιον Άγιο; Ρωτώντας θεολόγους η απάντηση που έλαβα ήταν πολύ απλή. Δεν υπάρχουν κανόνες. Ως Άγιος αναγνωρίζεται από την Εκκλησία όποιος πρώτα έχει κατοχυρωθεί ως Άγιος στη συνείδηση του απλού λαού, όπως μας λέει και ο πατέρας Γεώργιος Τσέτσης, Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «Ο ρόλος της Εκκλησίας ως Θεσμού, δεν είναι να «αναδεικνύει», να «ανακηρύσσει», πολύ δε περισσότερο να «αγιοποιεί» ένα πρόσωπο, αλλά να μετουσιώνει ένα βίωμα των πιστών σε επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη. Αυτό ακριβώς έπραξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο εντάσσοντας στο Εορτολόγιο το όνομα του Οσίου Παϊσίου, ο οποίος, ευρισκόμενος εν ζωή ακόμη, είχε αναγνωρισθεί ως Άγιος στην συνείδηση των πιστών. Όπως το έπραξε, εξάλλου, και σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οσιακών μορφών, ανδρών και γυναικών, του 20ου αιώνα».
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος εξηγεί τι σημαίνει άγιος, τόσο στην εκκλησιαστική παράδοση όσο και στη θεολογική : «Άγιος δεν είναι ο καλός άνθρωπος ή έστω ο ενάρετος άνθρωπος, αλλά εκείνος που ζώντας μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την ευαγγελική ζωή, ενώνεται με τον Χριστό και αισθάνεται μέσα του την Χάρη του Χριστού. Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ότι άγιοι λέγονται «διά τον Άγιον ού μετέχουσι». Επομένως, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός Χριστιανού για να εισέλθει στο αγιολόγιο της Εκκλησίας είναι να είναι μέλος της Εκκλησίας, να διαθέτει ορθόδοξη πίστη, να έχει εκκλησιαστικό φρόνημα, να έχει αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους, να είναι μάρτυρας ή να διάγει οσιακό βίο και να γίνονται θαύματα, δηλαδή ο Χριστός δι’ αυτού να ενεργεί διάφορα σημεία. Βεβαίως, η φράση που χρησιμοποιείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι η «αγιοποίηση» ενός ανθρώπου, αλλά η αγιοκατάταξη ενός ανθρώπου, δηλαδή η ένταξή του στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν «κατασκευάζει» αγίους, αλλά συγκαταλέγει στο Αγιολόγιο αυτούς που έχουν τα γνωρίσματα που ανέφερα, οι οποίοι συγχρόνως αναγνωρίζονται και από τους ανθρώπους που τους γνώρισαν ή δέχθηκαν θαυματουργικές επεμβάσεις από αυτούς. Προηγείται η αποδοχή από τον λαό και ακολουθεί η αγιοκατάταξη από την Εκκλησία. Η συνείδηση του Ορθοδόξου λαού παίζει μεγάλο ρόλο στην αγιοκατάταξη ενός Χριστιανού».
Είναι όμως τα θαύματα ένδειξη αγιότητας; Μια αναδρομή στην εκκλησιαστική ιστορία, μας δείχνει πώς όχι. Δεν είναι λίγοι εκείνοι των οποίων τη μνήμη τιμά η εκκλησία μας, χωρίς να έχουν παρουσιάσει ούτε ένα θαύμα. Όπως είναι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας.
Ο π. Νικόλαος Ιωαννίδης εξηγεί πως «Οι Άγιοι δεν είναι κάποιοι υπερφυσικοί άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι έχουν κάποια ξεχωριστά χαρίσματα που τους καταστούν Αγίους διότι έχουν κάτι το οποίο οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν. Είναι κοινοί άνθρωποι σαν και μας, οι οποίοι όμως με τον αγώνα τους, την άσκησή τους, κατόρθωσαν να ευαρεστήσουν το θεό τηρώντας όλες τις εντολές του, και να χαριτωθούν από τον Θεό». Συμπληρώνει δε πως «τους Αγίους τους πιστεύουμε όχι σαν κάποια υπερφυσικά όντα, ούτε τους προσδίδουμε μια θεότητα. Ο Άγιος είναι ένας άνθρωπος που χαριτώθηκε και ο Θεός τα οικονόμησε έτσι και τον ευλόγησε να μεταφέρει τη Χάρη του στο λαό.» Ακόμη και η ευωδία του λειψάνου δε θεωρείται ένδειξη αγιότητος, καθώς, όπως λέχθηκε, στην Γ΄ Σύνοδο της Μόσχας, το 1666, «τά τῶν νεκρῶν σώματα τά εὑρισκόμενα καί ἐν τοῖς καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμηζέτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστης μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ἀπό ἁγιωσύνης, ἀλλ΄ὡς ὑπ΄ἀφορισμοῦ και κατάρας Ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς…ἤ ἐκ παραβάσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων».
Η οδός που ακολουθεί η Εκκλησία προκειμένου να αποφασίσει για την αγιότητα ή μη ενός προσώπου είναι συγκεκριμένη, όπως εξηγεί στο «Ορθοδοξία Info» o Μητροπολίτης Προύσης.
«Τα πρόσωπα που αγιοκατατάσσονται, αναδεικνύονται ουσιαστικά από τον ίδιο τον λαό, ο οποίος τα τιμά μαζικά με την προσκύνηση των λειψάνων τους ή με την βίωση των θαυμάτων τους. Με απλά λόγια, ο λαός, οι πιστοί είναι αυτοί που υποδεικνύουν στην διοίκηση της Εκκλησίας ποιός είναι άγιος. Στην εκκλησιαστική γλώσσα αυτό λέγεται: εκκλησιαστική συνείδηση, ή συνείδηση του σώματος της Εκκλησίας.
Όταν λοιπόν η ένδειξη ευλάβειας και τιμής στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχει ζήσει ανάμεσά μας λαμβάνει μαζικές διαστάσεις και έχει διάρκεια, αντοχή στο χρόνο, και δεν είναι μία εφήμερη ενθουσιαστική τάση, τότε η Εκκλησία αρχίζει και συγκεντρώνει στοιχεία: καταγράφει τον βίο, καταγράφει τα θαύματα, συγκεντρώνει τις ομιλίες, καταγράφει τις μαρτυρίες των ανθρώπων για την αγιότητα του βίου του. Όταν όλα αυτά δείξουν ότι έχουν αντοχή στο χρόνο και έχουν μία διάρκεια στην εμπειρία του λαού του Θεού, τότε ο τοπικός Μητροπολίτης, αφού συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που προανέφερα, συντάσσει έκθεση προς την εκκλησιαστική του αρχή (την Σύνοδο) και εισηγείται την αναγνώριση και επίσημη αγιοκατάταξη.
Όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες, τότε καλείται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως ύπατη αρχή και το κέντρο της Ορθοδοξίας, να συντάξει τον «Τόμο Αγιοκατατάξεως», δηλαδή να καθιερώσει σε παγκόσμιο και πανορθόδοξο επίπεδο την τιμή του Αγίου που γίνεται ήδη σε τοπικό επίπεδο. Προκειμένου βέβαια περί του πατρός Παϊσίου, επειδή αυτός αγίασε ως κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου (αφού είναι γνωστό ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο επίσκοπος του Αγίου Όρους), δεν χρειαζόταν κάποιος άλλος μητροπολίτης να κάνει έκθεση στο Πατριαρχείο μας. Μόνος του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, λαμβάνοντας υπ όψει του, ως επίσκοπος του Αγίου Όρους, την αγιότητα του βίου του πατρός Παϊσίου και την συνείδηση του λαού του Θεού που τον τιμά ως άγιο τόσα χρόνια, έδωσε εντολή στην Κανονική Επιτροπή να συγκεντρώσει τις μαρτυρίες που χρειάζονται και να καταρτίσει την απαραίτητη έκθεση. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέπεμψε την έκθεση στη Σύνοδο και ζήτησε από τη Σύνοδο να λάβει και επίσημη απόφαση αγιοκατατάξεως του π. Παϊσίου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ κάντε το σχόλιο σας.....
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να ξέρουμε την άποψη σας.