Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Ποίηση του Ανδρέα Μουντούρη "Η προσφυγούλα".

«Η προσφυγούλα» 

Πώς να ξεχάσω, πέστε μου, εκείνο το μεσονύχτι, 
που ένα δουλεμπορικό προσάραξε στ’ Αγκίστρι. 
Προτού το σαπιοκάραβο κομματιαστεί στα βράχια, 
οι Έλληνες Λιμενικοί τους έβγαλαν στ’ ακρογιάλια. 

Όλοι σώοι κι αβλαβείς, πρόσφυγες βασανισμένοι, 
που ψάχνουνε μια πατρίδα να ζήσουν μονιασμένοι. 
Κυρίως νέοι και παιδιά ρισκάρουν με τη ζωή τους, 
 αφού και στην πατρίδα τους δε ξέρουν αν θα ζήσουν. 

Τα προβλήματα πολλά για τους φιλόξενους νησιώτες,
η ανθρωπιά τους κάνει, ν’ ανοίγουν εύκολα τις πόρτες. 
 Να αγνοήσεις δε μπορείς τα στρατευμένα νιάτα, 
που στην πλάτη τους σηκώνουν της προσφυγιάς τη μπάρα. 
Όσοι στη ζωή τους δεν έχουν τίποτα να χάσουν 
είναι αποφασισμένοι μέχρι και να πεθάνουν. 
 Στο στήθος του νησιώτη σκιρτά το φυλλοκάρδι, 
όταν άγγελος μελαμψός προβάλλει στο σκοτάδι. 

Η νύχτα μέρα έγινε και έλαμψε στον ήλιο … 
 Κι όλα τ’ αστέρια χάθηκαν απ’ τη θωριά της γύρω. 
 Το θαλασσινό μπουρίνι, της άρπαξε το μαντήλι, 
είδε το πρόσωπό της και του ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. 

Τι κι αν ήταν αλλόθρησκη, μια άγνωστη και ξένη ; 
 Αυτός θεά την έβλεπε, που ήταν γι’ αυτόν πλασμένη. 
 Με μια κουβέρτα την τύλιξε, μήπως και τη ζεστάνει, 
 στο σπίτι του την έφερε, γυναίκα του, να την κάνει. 

Αυτή με τρυφερότητα τον κοίταζε στα μάτια 
και δεν έβλεπε την ώρα, που θα τη γέμιζε με χάδια ! 
 Πέρασε περιπέτεια, μεγάλη αγωνία κι από 
 την άβυσσο βρέθηκε στης αγάπης την εστία. 

Στη λύπη, στο άγχος, στη χαρά κι όπου υπάρχει ο φόβος, 
ευάλωτους βρίσκει τους ανθρώπους ο έρωτας κι ο πόθος.
 Άστατος ο έρωτας κι ασύμβατος με τη λογική. 
 Ίσως, να δούμε κάποτε τη Μουσουλμάνα Χριστιανή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: