Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Η μάνα μου

Η μάνα μου - Ένα ποίημα του  ΑΝΔΡΕΑ ΜΟΥΝΤΟΥΡΗ - Τ. Εφοριακού & Συγγραφέα.


Εκεί, μεσ’ στην καυτή τη λάβα, στο κεραμιδαριό
βασανισμένη μάνα μου έκανες ξεκαλοκαιριό.
Δε σού  ’φθανε ολονυχτίς το μάζεμα του καπνού
ήθελες και το μεροκάματο, για τις σπουδές του γιού.

Στην αλμυρή τη θάλασσα, ποτέ εσύ δε μπήκες,
να τη γευτείς, να δροσιστείς, τέτοιες χαρές δεν είδες,
μόνο στην καπνοθάλασσα με το πικρό βοτάνι
κολύμπαγες, για μια ζωή, μ’ ένα λερό φουστάνι.

Θυμάμαι, όταν πήγαινες στον κάμπο, στο χωράφι,
πάντα φορτωμένη ήσουνα, μέχρι και το κεφάλι..
Στον κόρφο σου μέσα κράταγες το ένα σου παιδί
και τ’ άλλο στην πλάτη έφερες, ζαλίκα με σχοινί.
Το τρίτο το μεγαλύτερο κράταγες απ’ το χέρι,
κουβάλαγες το φαγητό στο κεφάλι με πανέρι.

Τα τέσσερα κορίτσια σου, που σκάλιζαν καπνό
από σένα περιμένανε νερό και φαγητό,
νωρίς να τελειώσουν και να γυρίσουν στο χωριό,
είχαν κι άλλες  δουλειές  στο σπίτι, ράψιμο κι αργαλειό.

Και να τέλειωναν μανούλα μου τα βάσανά σου εκεί,
θα ήταν ευχής έργο για σε, ατράνταχτη ψυχή !
Ακούραστη κι αγέλαστη χωρίς να νιώσεις χαρά,
προστάτης πάντα της σοδειάς, μάνα  σ’ όλα μπροστά,

Κι ο πατέρας πού ’ξερε να σπέρνει - αβέρτα- παιδιά
κορίτσια τα περισσότερα, που θέλανε προικιά- 
σε σένα πάνου  ξέσπαγαν, πονεμένη μου ψυχή, 
η φτώχεια, η ανέχεια κι η μαύρη κατοχή !

Ο πατέρας προσπαθούσε, πάντα ήτανε καλός, 
μόνο ανέμελος υπήρξε κι οκνός ο καψερός.
Γι’ αυτό κι εσύ, όλα τ’ ανέλαβες, ευθύνες και
παιδιά απ’ το αδιέξοδο να βγεις με τη σκληρή δουλειά.

Μάνα μου αρχόντισσα, του Ζευγαρακιού η Λένη,
απ’ την Ελατόβρυση σ’ έφεραν  κοπέλα παινεμένη.
Πανώρια ήσουν, λυγερή,  με τα σγουρά μαλλιά σου,
στα νιάτα σου, όλοι οι νιοί ζηλεύαν  την ομορφιά  σου !

Όμως, στο  χωράφι  γέρασες, έρεψες στη δουλειά,
χαράμισες τα νιάτα σου να ζήσει η φαμελιά.
Για σένα, των παιδιών σου η προκοπή κι η υγεία,
ήταν  διασκέδαση, άνεση κι η ευτυχία !

Κι όταν εκείνα μεγάλωσαν κι έκαναν προκοπή
σε σένα θέλησαν να δώσουν αγάπη αληθινή,
ν’ ανταποδώσουν μάνα μου, τα όσα έκανες γι αυτούς,
την ίδια τύχη  νά  ’χουν απ’ τους δικούς τους, τους βλαστούς !

Όμως αυτοί δεν πρόφθασαν να σου δώσουνε χαρά,

γιατί ο Θεός σ’ αγάπησε και σ’ ήθελα κοντά.

Στου πόνου το κρεβάτι όλοι στέκουν λυπημένοι
και συ μ’ ένα χαμόγελο φεύγεις ευτυχισμένη !  

Δεν υπάρχουν σχόλια: