Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Αναπολώντας όμορφες στιγμές του παρελθόντος.…

Καλοκαίρι πριν κάμποσα χρόνια στο χωριό μας. Ξημερώματα ώρα 3 και κάτι,  όλο το χωριό στο πόδι! Ο κάμπος έσφυζε από ζωή. Όλοι έτρεχαν να μαζέψουν τους κόπους της χρονιάς. Πατώφλου, μισνόφλου, κουρφάδ, ξικαπίνσμα ....
.... πριν φτάσουμε όμως εκεί, λίγους μήνες νωρίτερα, στο τέλος του χειμώνα κοντά στο  τζάκι, έκλωθε ο σπόρος για το φυντάνι μέσα στο τσόλινο σακούλι .... που από την προηγούμενη χρονιά επιμελώς είχε μαζευτεί και προσεχτικά φυλαχτεί όλο το χειμώνα .... 
Οι φυντανιές προσεχτικά «ανασηκωμένες» από το φθινόπωρο ήταν το στρώμα που θα υποδεχόταν τον σπόρο να ξυπνήσει από το χειμερινό λήθαργο ....

.... σιγά-σιγά μόλις έσκαγε ο καπνόσπορος, οι φυντανίες περίμεναν σκεπασμένες με το νάιλον να τον υποδεχτούν ....  ενώ στην συνέχεια ο έμπειρος στην σπορά, θα άφηνε στην  αφράτη κοπριά ....
Καθημερινά οι νοικοκυραίοι σκεπάζοντας και ξεσκεπάζοντας τις φυντανιές,  φρόντιζαν να διατηρείτε σταθερή η θερμοκρασία. Με την ποτίστρα και το ρεντέ, λιπάριζαν και πότιζαν το φυντάνι με τόση επιμέλεια, όση ένα μωρό παιδί, μέχρι να μεγαλώσει και να γίνει το φύτεμα στο χωράφι ....
.... Κοντά στο μεγαλοβδόμαδο που γλύκαινε ο καιρός, ξεκινούσε το φύτευμα του καπνού. Κάθε πρωί όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Όλη η οικογένεια και οι γειτόνοι, έδιναν το παρών, στο βγάλσιμο του φυντανιού από τις φυντανιές, τα κρύα πρωινά. Όταν οι καλάθες είχαν γιομίσει μέχρι πάνω με φυντάνι, αναλάμβανε την μεταφορά ο γαϊδαράκος, μαζί με όλα τα «σέα» που απαιτούνταν για το φύτεμα, ο οποίος είχε φροντίσει πριν, να αυλακώσει το αφράτο χώμα.
Σαν έφταναν εκεί, απίθωναν στον ίσκιο τα πράγματα και άρχιζαν την δουλειά. Οι άντρες πότιζαν με την ποτίστρα και οι υπόλοιποι σκυμμένοι ολημερίς στ’ αυλάκι είτε με το δάκτυλο είτε με το ξύλινο σουφλί, έβαζαν ρίζα-ρίζα το φυντάνι για να πιάσει. Οι μικρότεροι της παρέας, έκαναν τα θελήματα, κουβαλώντας με προσοχή χεριές φυντάνι για να μην καθυστερήσουν εκείνοι  που φύτευαν. Άλλοτε πάλι έφερναν με το μπικιόνι νερό για να δροσίσουν τους φυτευτάδες.... Όλοι περίμεναν πως και πως το μεσημεριανό φαγητό στον ίσκιο. Τα πράγματα ήταν δύσκολα αν το φύτεμα γίνονταν Τετάρτη ή Παρασκευή και το φαγητό ήταν νηστίσιμο… στην πλεχτή κανίστρα με το καθαρό μεσάλι βρισκόταν όλα τα εδέσματα… μια μπουκιά ψωμί, βουτηγμένο σε λαδόξυδο, ελιές,  κρεμμύδι…. φασολάδα και όλοι χόρταιναν. Αν ήταν καθημερινή οι νοικοκυρές είχαν έτοιμο τον καλύτερο μεζέ…. επιδόρπιο χαλβάς, για να πάει καλά η σοδιά …..
Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος το φυντάνι γίνεται καπνός και αναλαμβάνει δράση το τσαπί, ενώ ο βέλιορας, η κήπερ, η αγριάδα, το τέλι, η περικοκλάδα…….. είχαν κάνει την εμφάνιση τους,  βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος. Ο αφέντης με την τρίτσα και η κυρά με το μαντήλι στο κεφάλι, πρωί απόγευμα,  βοτανίζουν, σκαλίζουν και αναχώνουν τον καπνό. Το τσαπί έχει την τιμητική του….
Η μσιακαστήρα στην πλάτη του αφέντη φροντίζει το καταμεσήμερο να κρατήσει σε απόσταση την μελίγκρα και τα ανεπιθύμητα έντομα. 
Πρώτα το πατόφυλλο ...Αχ αυτό το πατόφυλλο! Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τις μπλάνες και τις πέτρες. Σκύψιμο, ανατριχίλα από το χώμα που από την βροχή είχε κολλήσει στα φύλλα, γδάρσιμο απ’ το χώμα! Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι .... όμως και το κορφόφυλλο βάσανο!!
Ξημερώματα ώρα 3 και κάτι, όλο το χωριό στο πόδι! Ο κάμπος έσφυζε από ζωή. Παντού άκουγες φωνές και πειράγματα…. ευκαιρία για να ξυπνήσουν οι νυσταγμένοι… Το φεγγάρι γεμάτο φρόντιζε να υπάρχει άφθονο φώς και όταν αυτό δεν ήταν δυνατό, το ρόλο τον αναλάμβανε ο λύχνος και η γκαζόλαμπα. Τα μάτια νυσταγμένα έβλεπαν μόνο την αυλακιά και πολλές φορές ούτε κι αυτή,  με αποτέλεσμα το εναγκαλισμό με αυτόν που πηγαινοέρχονταν για να μεταφέρει τον καπνό στην καλάθα…. Εκεί στο μάζεμα τραγουδούσαμε κάπου - κάπου για να ξυπνήσουμε και να δουλεύουμε καλύτερα! Ξημερώματα δεν ξεχνούσε η φύση να μας κάνει λούτσα από την δροσιά που έπεφτε και πάγωνε τα χέρια…. τα φύλλα έσταζαν νερό… συναγωνισμός για την καλύτερη αγκαλιά καπνού που κατέληγε απαλά στην καλάθα που με μαεστρία είχε φτιάξει ο γύφτος, με τις καλύτερες λυγιές και καλαμίδες που αφθονούσαν στον κάμπο…. Όλα όμως έπρεπε να γίνονται γρήγορα γιατί μόλις έβγαινε ο ήλιος τα φύλλα μαραίνονταν.
Ο αφέντης άφηνε τους υπόλοιπους και κουβάλαγε με τον γάιδαρο τον καπνό στο σπίτι, σωριάζοντας τον κάτω από την σκαμνιά….. Ήταν ο πρώτος που επέστρεφε σπίτι για να βαντακιάσει, πριν βγει ο ήλιος ψηλά και τρίβονταν τα βαντάκια …
Η επιστροφή στο σπίτι σήμαινε και ένα καλό πρωινό για να συνέρθουν μικροί μεγάλοι από την "ξελιγωμάρα" της νύχτας.. Πολύ καλό πλύσιμο των χεριών  με πράσινο σαπούνι και σκαμνόφυλλα για να βγει η κόλλα του καπνού…. Αχνιστό γάλα από την γίδα με μπόλικο ψωμί ήταν το καλύτερο πρωινό ενώ  μετά στρώνονταν όλοι για αρμάθιασμα.
Σταυροπόδι πάνω στο κουρέλι και η βελόνα γέμιζε την αρμάθα…. δύο αγκλίστες και έτοιμη για κρέμασμα στην λιάστρα.
Το ραδιοφωνάκι ανοιχτό για ν’ ακουστούν οι πρώτες ειδήσεις από το πρώτο πρόγραμμα…. Γύρω στις 10 και τέταρτο, μικροί, μεγάλοι αφοσιωμένοι στο μυθιστόρημα ……. και στο τρατάρισμα της κυράς! Η γλύκα του καρπουζιού έσμιγε με την πίκρα του καπνού…..
Η δύσκολη ώρα ήταν εκεί κατά το μεσημεράκι, μετά το φαί. Μπαϊλισμένοι από το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη του καλοκαιριού τα μάτια ψιχάλιζαν και το πέταγμα  έρχονταν από το κάρφωμα της βελόνας στο δάχτυλο… τυλίγονταν με την αυτοσχέδια γάζα, ένα καπνόφυλλο  που είχε και φαρμακευτικές ιδιότητες και ο τραυματίας συνέχιζε, αφού πρώτα γεύονταν ένα δροσερό υποβρύχιο!  Την γνωστή βανίλια! 
Την ψυχαγωγική διάθεση ανέβαζε ο Α1, ο Ζ6, ο γαλαξίας ….. αργότερα ο τζέικ με τα γνωστά 45άρια της εποχής ….Στέλιος Καζαντζίδης, Γιώτα Λύδια, Βούλα Πάλα, Καρναβάς η ώρα των ακορατών από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, ενώ παρεμβάλλονταν αστεία, ανέκδοτα, στοιχήματα για το ποιος θα φτιάξει τις περισσότερες αρμάθες, ο ήχος από τα τζιτζίκια που ήταν κρεμασμένα σε όλα τα γύρω κλαριά.
Στοίβα οι αρμάθες ενώ οι ψυχραιμότεροι στην ζέστη αναλάμβαναν την μεταφορά τους στην λιάστρα. Πύρωνε το νάιλον και με δυσκολία ανέπνεες μέσα. Τις άπλωναν μία - μία για να λιαστούν και να πάρουν ένα ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα.  Όσο πιο χρυσό ήταν το φύλλο, τόσο ανέβαινε και η τιμή του στο "χρηματιστήριο" του καπνού. Να γίνουν "λίρα", έλεγαν χαρακτηριστικά οι ειδικοί....
Όταν τέλειωνε το αρμάθιασμα οι ποιο ξεκούραστοι, έδιναν χέρι βοηθείας στο γείτονα, που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Υπήρχε βλέπετε η αλληλεγγύη. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, έτσι ήταν κάποτε…
Πλύσιμο το τσιμέντο για να φύγουν τα χώματα και να δροσίσει ο τόπος και ώρα για λίγο ύπνο. 
Η κυρά αγχωμένη τους ξύπναγε όλους για το απογευματινό μάζεμα.. Καφεδάκι παγωτάκι κι έτοιμοι. Ντυμένοι με την πρωτότυπη φορεσιά, ότι πιο παλιό ρούχο είχαν.  Οι γυναίκες με μακριά πολύχρωμα φουστάνια, τα μαντήλια στο κεφάλι, τις χουλαχού κάλτσες, τα παλιοπάπουτσα στα πόδια και το σακούλι με το ψωμοτύρι και το παγούρι με το νερό στον ώμο… Οι άντρες με παλιά πουκάμισα, φθαρμένα παντελόνια, χοντροπάπουτσα στα πόδια και καπέλα για τον ήλιο του μεσημεριού, ήταν αγνώριστοι ….έσκαγες στα γέλια,  το γέλιο που μόλις έσκαγε αθέλητα στα χείλη, πάγωνε στη σκέψη, ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι ήρωες της καθημερινότητας!...
Τέτοια εποχή ο ήλιος "βαράει κατακέφαλα", τους άκουγες να λένε. Στο μάζεμα οι γυναίκες ήταν ασυναγώνιστες! Τακ-τακ έσπαγαν τα φύλλα με τα δάχτυλά τους και προχωρούσαν, για να τελειώσουν το κατεβατό.
Μόλις έπεφταν τ’  απόσκια όλοι έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής……. για να αποκοιμηθούν και να επαναλάβουν το μάζεμα το επόμενο πρωί…. βλέπεις ο καπνός δεν περιμένει… 
Τυχερός ήσουν αν το χωριό είχε Πολιούχο και έκανε πανηγύρι….. (κάνα δυο μέρες για ξεκούραση) ή επίσης όταν ο καπνός ήταν αγένωτος ή η μελίγρα είχε λαδώσει το φύλλο και είχε αναλάβει δράση η μσιακαστήρα και η βρώμα από το ταμαρόν και δεν άφηνε να πλησιάσεις…. 
Χαράς ευαγγέλια για τους πιτσιρικάδες ήταν το ξακαπίνισμα που δεν έφταναν στην κορφή την οποία στόλιζε η κατσούλα… το πανέμορφο αυτό μπουκέτο…
Λίγο πολύ οι περισσότεροι είχαν τελειώσει μετά της Παναγίας και στα χωράφια είχαν μείνει αγέρωχες οι καπνόριζες. Την θέση των ανθρώπων είχαν λάβει τα ζωντανά για να χορτάσουν από τα ζιζάνια που είχαν φουντώσει…. Αλησμόνητη κι αυτή η εικόνα…..
Πρωτοβρόχια….. ο καιρός μαλάκωνε ….τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και το ξαράχνιασμα του καλουπιού ήταν γεγονός…. Με ιδιαίτερη προσοχή χωρίς ο καπνός να είναι λάσπη αλλά ούτε και ξερός το καλούπι δέχονταν προσεχτικά τις χρυσές αρμάθες.  Μισό βαντάκι και ανέβασμα στην τάβλα για να πατηθεί ο καπνός και το τσόλι να πάρει περισσότερη ποσότητα .... Άλλες φορές την θέση του έμπειρου νοικοκύρη έπαιρναν τα μικρά παιδιά που χαίρονταν να πατήσουν και να χοροπηδήσουν πάνω στο καλούπι και άλλες η τσιμεντόπληθα για να γίνει η συζήτηση με τον γείτονα που τελείωσε ποιο νωρίς. Η ντοματοσαλάτα και το ουζάκι είχαν την τιμητική τους το απομεσήμερο! Συζήτηση με ενδιαφέρον για την τιμή του καπνού και τα πολιτικά δρώμενα.... Στους μεγαλύτερους το μυαλό επέστρεφε στα χρόνια της φτώχιας και του στρατού, μιας και γι αυτούς ήταν άθλος που υπηρέτησαν την πατρίδα και ήταν η μοναδική φορά που είχαν παραμερίσει από τον τόπο τους ....
Απαιτητική εργασία το δέσιμο του καπνού γιατί παραμόνευε ο έλεγχος του μεσίτη.  Μεσίτης και βαθμολογητής ήταν ο συνδετικός κρίκος της καπνοπαραγωγής και του καπνέμπορα. Ο έλεγχος και η βαθμολογία του καπνού θύμιζε το διαγώνισμα των μαθητών στο σχολείο. Απόλυτη ησυχία μέχρι το αποτέλεσμα. Γκρίνια για την χαμηλή βαθμολογία.... ευχαρίστηση για τον έπαινο του ποιοτικού καπνού, που ήταν ηθική και υλική αμοιβή, μιας και έφερνε περισσότερα χρήματα στο σπιτικό. Δεν χρειάζονταν μόνο βέβαια να είχες και άριστη ποιότητα καπνού αλλά και κολλητό τον μεσίτη ή τον φίλο του μεσίτη στο χωριό. 
Τριαξονικά τεράστια περνούσαν τους δρόμους και φόρτωναν το βιός του παραγωγού. Ο έμπορας απαιτούσε τα δέματα να βγουν στο δρόμο που αποκαμωμένοι εργάτες τα έδιναν ο ένας στον άλλον για να φτάσουν ψηλά. Αξέχαστη η εικόνα του φορτωμένου φορτηγού σκεπασμένου με μουσαμά να φεύγει. Ο παραγωγός αποχωρίζονταν το βιός του σαν να έφευγε το παιδί του για την ξενιτιά. 
Η ειδοποίηση ότι η καθάριση μπήκε στην τράπεζα ήταν το μοναδικό ευχάριστο γεγονός σε όλη την  καλλιέργεια. Τα παιδιά περίμεναν να πάρουν παπούτσια άντε κανένα ποδήλατο, οι κυράδες κουζινικά και προικιά για τις κόρες και ο αφέντης προβληματισμένος για την σωστή διαχείριση ώστε να τα βγάλει πέρα όλη την χρονιά.
Δύσκολα χρόνια. Όμορφες αναμνήσεις. Πικρές και γλυκές μαζί, πικρές σαν την πίκρα του καπνού που αρμαθιάζαμε και γλυκές σαν την γλύκα όλης της οικογένειας που ήταν μαζεμένη ολόγυρά του…
Αυτοί οι άνθρωποι τότε δεν δούλευαν με ωράριο, δε μετρούσαν καν τις ώρες. Από νύχτα σε νύχτα ασχολούνταν με τον καπνό. Λίγες ώρες ήταν ο ύπνος τους. Κι απορούσε κανείς με τόση κούραση κι αϋπνία πως έβρισκαν τη διάθεση για κουβεντολόι και καλαμπούρια. Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η γενιά, η γενιά των γονιών μας. Αξίζει το σεβασμό και την αγάπη όλων μας!
Κώστας Κουμπουλής

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΑΥΤΟ ΑΡΘΡΟ!!!

Ανώνυμος είπε...

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ..