Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ο Πανάρας - Ανδρέα Μουντούρη

Ποίηση : Ανδρέα Μουντούρη

Ο Πανάρας

Βάδιζα τα σαράντα μου, όταν γύρισα στο χωριό
κι ο Πανάρας έψαχνε για μεροκάματο καλό.
Τα γράμματα δεν του άρεσαν, του ήταν βαρετά
τέχνη να μάθει ήθελε, στου Νέστωρα τα παιδιά.


Όμως, κι εκεί δε στέριωσε, ήταν ανυπόταχτη ψυχή,
προσταγές δε σήκωνε, το καλέμι το είχε βαρεθεί,
άλλο, που δεν ήθελε κι αυτός, ήρθε και η κρίση …
στο τέλος τα παράτησε και γύρισε στο σπίτι.

Οι γονείς του απόρησαν … παιδί μου, πως θα ζήσεις,
η ζωή είναι δύσκολη, που θες να καταλήξεις ;
-Μάνα προκοπή δε γίνεται με  τέχνη και σπουδές
υπάρχουνε κι άλλες δουλειές και πιο αποδοτικές.

Μη σκοτίζεστε λοιπόν, μόνος, το δρόμο μου θα βρω,
βοηθείστε να πάρω πρόβατα κι εγώ θα τα βοσκώ.
Δε θα χρειάζομαι πια ρούχα καινούργια κι ακριβά,
με τις μπότες και την κάπα μου, θα είμαι μια χαρά.

Δε βάζω στο κεφάλι μου κανένα, ναι, μακάκα,
να μου τα πρήζει ολημερίς, να τον δουλεύω τσάμπα.
Άλλωστε, όλοι αυτοί, μας περνούν σχοινί κορδόνι,
τους πλήττει, τάχα, η κρίση και κανείς πια, δεν πληρώνει.

Θ’ ασχοληθώ με την οικιακή οικονομία
και θά ’χω κάποια έσοδα σίγουρα στην πορεία.
Ολημερίς θα βρίσκομαι ψηλά στα Λυκοράχια
το βράδυ στα παρόχθια ν’ ακούω τα βατράχια.

Τα χέρσα τα χωράφια μας θα τ’ αξιοποιήσω,
θα έχω ανέξοδα τροφές τα ζώα να ταΐσω.
Για το νοίκι την πρωτομηνιά δε νοιάζομαι εγώ,
το σπιτάκι με περιμένει, στην άκρη στο χωριό.


Με πνίγει η σαπίλα, δεν αντέχω άλλη βρομιά,
θέλω κι εγώ να ζήσω, να κάνω κάποτε παιδιά.
Μάνα, θα επιστρέψω εκεί, στις δικές σας ρίζες,
δεν έχω περιθώρια μας πνίξανε οι «μίζες».

Αντί ν’ ακούω στο Καφέ τις βλακείες των οκνών,
προτιμώ το κελάρυσμα των τρεχούμενων νερών.
Να βλέπω να ξεπετάγονται κοτσύφια απ’ τους σκίνους
τ’ αηδόνια στο κελάηδισμα να ξεπερνούν τους σπίνους !

Στην πηγή, να στήνω καρτέρι στο άγριο καπρί
και με τον ήλιο να το γδέρνω στ’ απάνεμο δεντρί.
Εκεί, στου πηγαδιού το βάθος πάνω απ’ το νερό
θα κρεμάω το σφαχτό μου, νά ’ναι πάντα δροσερό !

Να μοσχοβολούν, η αλισφακιά, τα ρείκια, οι μυρτιές,
και η δροσερή δαφνούλα, τις όμορφες εποχές !
Στον ήλιο του Φθινόπωρου με την αναπνοή τους,
να πλημμυρίζουν άρωμα τα βότανα κ’ οι ανθοί τους !

Το είπε και το έκανε, αυτή η μεγάλη ψυχή,
με τα  ζώα στα Λυκοράχια, μόνιμα τώρα ζει.
Άφησε γένια και μαλλιά, ζει στην ελευθερία,
βρήκε ταξίδι λυτρωμού, στη φύση προστασία !









Δεν υπάρχουν σχόλια: